μασσαλιώτιδα

μασσαλιώτιδα
(Marseillaise). Ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Οι στίχοι και η μουσική του γράφτηκαν το 1792 στο Στρασβούργο από τον Kλοντ-Ζοζέφ Ρουζέ ντε Λιλ (Claude-Joseph Rouget de Lisle, 1760-1836) και αρχικά τιτλοφορήθηκε Πολεμικό τραγούδι της στρατιάς του Ρήνου (Chant de guerre pour l’armee du Rhin). Γρήγορα όμως διαδόθηκε σε όλο τον δημοκρατικό στρατό και οι στρατιώτες που βρίσκονταν στη Μασσαλία το ονόμασαν Εμβατήριο των Μασσαλιωτών, τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστό αργότερα και στο Παρίσι. Η Μ. απαγορεύτηκε στο διάστημα της Παλινόρθωσης και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ενώ το 1887 καθιερώθηκε επίσημα ως εθνικός ύμνος. Το σημερινό κείμενο της Μ. αποτελεί απόσπασμα του κειμένου του Ρουζέ ντε Λιλ, ενώ μερικές τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν, αποβλέπουν στην εναρμόνισή του με τη μελωδία. Στο αρχικό πάντως πλήρες κείμενο έχει προστεθεί μεταγενέστερα μια στροφή, που χαρακτηρίζεται ως στροφή των παιδιών. Η Μ. ενορχηστρώθηκε αρχικά από τον Μπερλιόζ και αργότερα από τον Αμπρουάζ Τομά, ενώ σήμερα συνοδεύει τις περισσότερες επίσημες εκδηλώσεις στη Γαλλία. Οι γυναίκες του Παρισιού βαδίζουν κατά των Βερσαλιών, τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα, σε λιθογραφία της εποχής.
* * *
η
βλ. Μασσαλιώτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μασσαλιώτιδα — η πατριωτικό τραγούδι που γράφτηκε από το Γάλλο αξιωματικό Ρουζέ Ντελίλ στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και από το 1795 είναι ο γαλλικός εθνικός ύμνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μασσαλιώτης — ο, θηλ. Μασσαλιώτισσα και Μασσαλιώτιδα (Α Μασσαλιώτης και Μασσαλιήτης, θηλ. Μασσαλιῶτις) [Μασσαλία] ο κάτοικος τής Μασσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μασσαλία νεοελλ. (το θηλ. ως προσηγορικό) η μασσαλιώτιδα ο εθνικός ύμνος τών Γάλλων αρχ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Δανελάκης, Θωμάς — (Ζάκυνθος 1775 – 1828). Ποιητής. Το ποιητικό του έργο συνοψίζεται σε σατιρικούς και λυρικούς στίχους. Το 1797, όταν καταλύθηκε η κυριαρχία των Βενετών στη Ζάκυνθο, ο Δ. διασκεύασε στην ελληνική τη Μασσαλιώτιδα και μετά την Επανάσταση έγραψε έναν… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • γαλλικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη Γαλλία ή τους Γάλλους: Συνήθως στα εστιατόρια παραγγέλνω γαλλικό κρασί. – Η Μασσαλιώτιδα έγινε ο γαλλικός εθνικός ύμνος. 2. ως ουσ., γαλλική, η και γαλλικά, τα η γαλλική γλώσσα: Είναι καθηγητής της γαλλικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”